- σημοθετος
- σημόθετοςσημό-θετοςдор. σᾱμόθετος 2(раз)меченный
(λεία Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λεία Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σημόθετος — και δωρ. τ. σαμόθετος, ον, Α αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι … Dictionary of Greek